Μια στιγμή από το «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ.


Ισπανία. Ημέρες εμφυλίου. Ένας άντρας που μάχεται στο πλευρό των Δημοκρατικών βρίσκεται παγιδευμένος και τραυματισμένος, παρέα με μια χούφτα συντρόφους του, καταμεσής ενός λόφου… Αδυνατούν να φύγουν. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να φτάσει ο εχθρός:

«Το κεφάλι του τον πονούσε πολύ και το μπράτσο του είχε τόσο μουδιάσει, που ο πόνος του ήταν αβάσταχτος κάθε φορά που δοκίμαζε να το σαλέψει. Κοίταξε ψηλά, στον ολόφωτο, βαθύ, γαλάζιο καλοκαιρινό ουρανό, καθώς σήκωνε την πέτσινη μπουκάλα με το γερό του χέρι. Ήταν πενήντα δύο χρονώ κι ήταν σίγουρος πως αντίκριζε εκείνο τον ουρανό για τελευταία φορά. Δεν τον φοβόταν καθόλου το θάνατο, μα ήταν θυμωμένος που είχε παγιδευτεί σε τούτο το λόφο, που μονάχα σαν τόπος θανάτου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Αχ, να ‘χαμε ξεφύγει, σκέφτηκε. Αχ, να ‘χαμε ξεκόψει απ’ τη δημοσιά, θα ‘ταν όλα μια χαρά. […]

Αν ήξερε πόσοι άντρες στην Ιστορία βρέθηκαν στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουν ένα λόφο για να πεθάνουν πάνω σ’ αυτόν, δε θα ‘νιωθε την παραμικρή ευχαρίστηση, γιατί, σε στιγμές σαν κι αυτές που περνούσε, οι άνθρωποι δεν επηρεάζονται από τα περιστατικά που συνέβησαν σε άλλους ανθρώπους σε ανάλογες περιστάσεις, όπως ακριβώς και μια χτεσινή χήρα δεν την παρηγορεί καθόλου η σκέψη πως και άλλες γυναίκες έχουν χάσει αγαπημένους άντρες. Είτε τον φοβάται κανείς το θάνατο είτε όχι, δεν είναι καθόλου εύκολο να τον αποδεχτεί. Εκείνος, βέβαια, τον είχε αποδεχτεί, όμως η αποδοχή δεν του ήταν καθόλου γλυκιά, παρ’ όλα τα πενήντα δύο του χρόνια και τα τρία του τραύματα, παρ’ όλο που ήταν πάνω σ’ ένα λόφο, κυκλωμένος.

Κορόιδευε γι’ αυτό τον εαυτό του, μα κοίταζε τον ουρανό και τα μακρινά βουνά, κατάπινε το κρασί του και καταλάβαινε πως δεν τον ήθελε το θάνατο. Αν πρέπει να πεθάνουμε, σκέφτηκε, κι είναι φανερό πως έτσι θα γίνει, μπορώ να πεθάνω, Δεν τον θέλω όμως το θάνατο.

Ο θάνατος δεν ήταν τίποτα, κι ούτε την εικόνα του έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας του, ούτε και φόβο ένιωθε. Μα η ζωή ήταν ένας κάμπος με μεστά στάχυα, που τα χαϊδεύει το αεράκι πάνω σε μια λοφοπλαγιά. Η ζωή ήταν ένα γεράκι, ψηλά στον ουρανό. Η ζωή ήταν μια χωματένια στάμνα με νερό μέσα στη σκόνη του αλωνιού, όταν ο καρπός πέφτει βαρύς στη γη και τ’ άχυρο φτερουγίζει στον αέρα. […]

Έσκυψε μπροστά και χτύπησε χαϊδευτικά το νεκρό του άλογο στον ώμο, εκεί που η πυρωμένη κάννη του πυροβόλου του είχε τσουρουφλίσει το τομάρι, νιώθοντας ακόμη στα ρουθούνια του τη μυρωδιά της καμένης τρίχας. Θυμήθηκε τώρα πώς είχε τραβήξει το άλογο ως εκεί, τρεμάμενο, ανάμεσα στις σφαίρες που σφύριζαν, κροτάλιζαν κι έπεφταν ολόγυρά τους. […] Ύστερα, όταν τ’ άλογο σωριάστηκε καταγής, έπεσε κι αυτός πίσω απ’ τη ζεστή, υγρή ράχη του, για να ρίξει με το πολυβόλο σ’ εκείνους που ανέβαιναν το λόφο.

«Eras mucho caballo», είπε. «Ήσουν άλογο με τα όλα σου».

Είχε ξαπλώσει τώρα απ’ το γερό πλευρό του και κοίταζε ψηλά τον ουρανό. Οι πληγές του είχαν κρυώσει, πονούσε ανυπόφορα κι ένιωθε υπερήλικη κούραση για να σαλέψει.

«Τι έπαθες, γέρο μου;» τον ρώτησε ο διπλανός του.

«Τίποτα. Ξεκουράζομαι λίγο».

«Κοιμήσου» είπε ο άλλος. «Θα μας ξυπνήσουν ΑΥΤΟΙ όταν έρθουν».

*******

Μια στιγμή από το «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» [For Whom The Bell Tolls] του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Μην ξεχνάμε πως ο Χέμινγουεϊ πολέμησε στην Ισπανία… Η αφήγησή του είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή αφήγηση…

#hemingway #fonikokouneli #spanishcivilwar

Μια στιγμή από το «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. 1


Πηγή


Σου αρέσει; Μοιράσου το με τους φίλους σου!

0 Σχόλια

Your email address will not be published. Required fields are marked *