Νέστωρ, νέομαι (έρχομαι, επιστρέφω) εξού και νόστος, “αυτός που επιστρέφει από μακριά, ο ταξιδεμένος
Νέστωρ, νέομαι (έρχομαι, επιστρέφω) εξού και νόστος, “αυτός που επιστρέφει από μακριά, ο ταξιδεμένος
Νέστωρ, νέομαι (έρχομαι, επιστρέφω) εξού και νόστος, “αυτός που επιστρέφει από μακριά, ο ταξιδεμένος
Νέστωρ, νέομαι (έρχομαι, επιστρέφω) εξού και νόστος, “αυτός που επιστρέφει από μακριά, ο ταξιδεμένος
0 Σχόλια